Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

δεκέμβριος 2015 _ δήμητρα κωτούλα


Δήμητρα Κωτούλα

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ V: ΤΑ ΗΘΙΚΑ
  
Οι ταλαντώσεις στα κύματα που μας μάγευαν
μάγευαν και τη γλώσσα μας και την ‘καναν λεπτή
πιο λεπτή
σχεδόν μια ανάμνηση.
Δεν βλέπαμε στο Υ τη σκοτεινή διχάλα που θα διαπερνούσαμε
στο Σ την έλευση μιας σήραγγας
ο ήχος του Θεού στη διαπασών του Ω και του Ν δεν μας ξυπνούσε.
Μπαίναμε στην Ιστορία με την άγνοια της φαντασμαγορίας.
Κάποτε έμοιαζε να ζυγώνουμε στο παρελθόν
άλλοτε όχι.
Έγκλειστοι
με τα μυαλά ανοιγμένα σαν παγίδες
δοκιμαστήκαμε απ’ ό,τι δοκιμάσαμε
φτιάξαμε στίχους που μπορούν να επιζήσουν στη μετάφραση
και ηττηθήκαμε.
Άμα δεν στρέψεις πίσω την εστία στο φως
πάντα θα πέφτεις σε σκιές μπροστά.

*

Η άκρη απ’ το σύμφωνο μπήγεται σαν ακίδα στο χαρτί βουίζοντας
Η ψαλμωδία επιμένει σαν το αλέτρι γυρίζοντας πάλι και πάλι
το ίδιο ανασκαμμένο χώμα.
Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο εδώ.
Τυφλωμένοι άλλοτε απ’ τους ασπάλαθους
κι άλλοτε από τις φουρκέτες της Ιστορίας
δεν είδαμε τα εκκωφαντικά σινιάλα που επέμεναν
μ’ ένα νόστο σακάτη
-για πού;-
κουτοπόνηρο
και λιμασμένο βλέμμα
επινοήσαμε τον από μηχανής θεό που δεν θα μας έσωζε.

Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο εδώ.
Δεν κράτησες κουρδισμένη τη λύρα που διδάχτηκες.


~

Π
OIHMATA TOY “ΝΑΙ” KAI TOY “ΟΧΙ”

Αθήνα, Ιούλιος 2015
1.

Η εμπειρία μου παίρνει το σχήμα της οδύνης.

Η βοή της μέλισσας κρατάει το καλοκαίρι
χαμηλά
στο ξερό χορτάρι.
Συνεπώς
πρέπει να βαδίσουμε χέρι με χέρι
μακριά απ’ το σχήμα της διάζευξης
με τον ξινό οβολό της πατρίδας στα χείλη
προς τον ακατάστατο θόρυβο μίας -ακόμη-
ατελούς αναβλάστησης.

6.

Ο κοκκινολαίμης αφήνει τη στριγγιά του – οφείλω
Το παιδί παίζει – μιαν απάντηση.

Χτυπάω την ξερή σανίδα και μού αποκρίνεται:
ΝΑΙ, ΝΑΙ
ΟΧΙ, ΟΧΙ

Γρονθοκοπάω την ξερή σανίδα και μού αποκρίνεται:
ΟΧΙ, ΟΧΙ
ΝΑΙ, ΝΑΙ

Η ψυχή σου είναι αυτή η σανίδα.

~



Δήμητρα Κωτούλα. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Αρχαιολογία. Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί και συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επιλογή από το έργο της έχει μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

νοέμβριος 2015 _ ευγενία βάγια + μάριον-εμμανουέλα μανιού














Ευγενία Βάγια

[ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ...]              

Σκεφτόμουν πώς θα γίνει
να οικονομήσουμε έναν έρωτα
να βγάλουμε τη νύχτα
τόσο πολύ νεκροί
πριν το πρωί
που οι γέφυρες θα ρίχνουν τα μαλλιά τους

*

[Ω, ΠΟΣΟ...]

Ω, πόσο πόσο τυχερή

κάτω απ' τη φούστα της γύφτισσας
όλα τα φίδια μαζευτήκαν

Ω πόσο πόσο τυχερή

κάτω από την κλαρωτή μου φούστα
όλα τ' αυγά
απ' την πολλή αγάπη μου έσπασαν

*

















Μάριον-Εμμανουέλα Μανιού

ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Τα χέρια μακραίνουν στο σκοτάδι,
γυρεύοντας φωτιά για το κερί,
ή ένα σώμα που επιτέλους θ’ αγγίζεται.
Μακραίνουν, έτσι όπως τα νύχια ή τα μαλλιά ενός νεκρού,
για να τον σύρουν έξω απ’ το κασόνι του.
Περίεργο τα χέρια πώς μακραίνουν στο σκοτάδι,
ή πώς από ένα ποδάρι κομμένο
κρεμιέται τ’ όνειρο
και περπατάμε.

*

ΤΟ ΣΕΝΤΟΝΙ

Σεντόνι μαύρο τρυπημένο στο φως
κρεμιέται στην ουράνια απλώστρα
πάνω απ’ τα μάτια μας.

Κάποτε κουραζόμαστε, διψάμε
κι έτσι όπως σκύβουμε
να πιούμε νερό
από τη χωμάτινη λεκάνη,
γλιστρά το σεντόνι
και πέφτει στα πόδια μας
Ο κόσμος
ένας σωρός κάρβουνα κι άστρα
μες στο υγρό καθρέφτισμά του.

Κι ό, τι από το πανί περισσεύει
δεν είναι παρά η στάχτη που το πλένει.
Έτσι είμαστε έτοιμοι πάλι
για κρέμασμα.

***

Ευγενία Βάγια. Γεννήθηκε στο Βόλο. Σπούδασε Βιολογία και Θέατρο. Εργάστηκε ως ηθοποιός, ως παραγωγός-παρουσιάστρια εκπομπών λόγου στην ΕΡΑ Θεσ/νίκης, και ως κειμενογράφος και δημιουργική διευθύντρια στη διαφήμιση, επί σειρά ετών. Το 2013 εκδόθηκε από τον “Ενδυμίωνα” η ποιητική της συλλογή Lailapse

Μάριον-Εμμανουέλα Μανιού. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Γράφει ποιήματα και μεταφράζει ποιήματα από τα Γαλλικά. 



Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

οκτώβριος 2015 _ επιστροφή i / νίκος χουλιαράς




















Πηγαίνω τώρα ήρεμος και δίχως πόνο πάω


από το Ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος του (Νεφέλη, 1989)

[χωρίς τίτλο]

Γερνάω εμβαθύνοντας
σ’ αυτό που κρύβεται καλά.
Σ’ αυτό που τελικά δε θέλω.

*

ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΣΗΜΑΝΤΑ ΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο
πράγματ’ ασήμαντα ορίζουν τη ζωή.
Μπορεί και να ‘ναι ακόμη
Εκείνα τα μικρά κομμάτια ζάχαρης
που πέσαν κάποτε
από το παιδικό μας το παλτό.

*

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΑΣ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ

Ο θάνατος είναι αρρώστια στοργική.
Μας απαλλάσσει, τελικά, απ’ της ζωής το αίνιγμα
όπως μια γρίππη άκακη
λυτρώνει απ’ τη μελέτη το πρωτάκι.

*

από το Οι λεπτομέρειες του μαύρου (Νεφέλη, 1993)

ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ

Στο σπίτι της οδού Χειμάρρας –πίσω εκεί, στο σκοτεινό δωμάτιο με τα ροχαλητά των δυο γονιών μου που έχουν ήδη φύγει– το παιδικό μου αυτοκίνητο κόβει βολτίτσες μόνο του αφήνοντας σημάδια στο σανίδι. Γραμμές, χαράζει, αινιγματικές. ελλείψεις γράφει, κύκλους κι έντομα παράξενα, όμοια με κείνα που, καμιά φορά, βρίσκουν οι ξυλοκόποι στην καρδιά των πιο σοφών κι αρχαίων δέντρων.

*

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

Δεν πρόκειται να μείνω άλλο πια εδώ. Θα βρω τον τρόπο να περάσω απέναντι: εκεί, στα φώτα που γιορτάζουν στο μεγάλο σπίτι. Εκείνες τις σκιές θα πάω να βρω που μοιάζουν με παλιούς ανθρώπους: με πλάσματα μιας άλλης εποχής που χαίρονται την πιο βαθιά ζωή, τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια τους, με τα ζεστά ποτά, του πιο λυπητερού χειμώνα.

*

Ο ΗΛΙΟΣ ΔΥΕΙ ΣΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ

Πολλά θυμάμαι ακόμη
κι άλλα τόσα είν’ εκείνα που ξεχνώ
Το αρνητικό του παιδικού μου ήλιου
παρατημένο, ανεμίζει, μόνο του
έξω, στα δυτικά προάστια
και σκοτεινιάζει πάλι
στα ημερολόγια του νου.

*

[χωρίς τίτλο]

Το φεγγαρόφωτο
ανοίγει το δωμάτιο με πάταγο
και μένω πάλι άναυδος
κοιτάζοντας ψηλά
τις θάλασσες της νύχτας.

*

[χωρίς τίτλο]

Τρίζει ο αέρας
στο κηπάκι του μυαλού
καθώς οι σκέψεις-έντομα
αλλάζουν, κάθε τόσο, θέση.

*

Ο ΤΣΟΜΠΑΝΗΣ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ

Κοιτάζω απ’ το παράθυρο
και βλέπω τις νιφάδες του χιονιού
να στροβιλίζονται και να γυρίζουν πάλι προς τα πάνω.
Σφύριξε ο τσομπάνης τ’ ουρανού
και το λευκό κοπάδι υπακούει.

***

Πάει περίπου χρόνος που σχεδιάστηκε αυτή η ετήσια, φθινοπωρινή στήλη –«Επιστροφή»: όπως στα θρανία, έτσι και σε ποιήματα, ζώντων ή τεθνεώτων, που έχουμε καιρό να επισκεφθούμε– να εγκαινιασθεί με ποιήματα του Νίκου Χουλιαρά. Γεννημένος το 1940 στα Γιάννενα, διέπρεψε ως ζωγράφος, γράφοντας τραγούδια, ποιήματα και πεζά, αλλά και ως σχεδιαστής βιβλίων. Πέθανε το 2015. Τα ποιήματα που ανθολογούνται εδώ προέρχονται από δύο από τα πολλά βιβλία του: Ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος του (απ' όπου και ο τίτλος του παρόντος αφιερώματος: στίχος του ποιήματος «Πηγαίνω, πίσω, ήρεμος» – Νεφέλη, 1989) και Οι λεπτομέρειες του μαύρου (Νεφέλη, 1993).


Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

σεπτέμβριος 2015 _ στέφανος παπαδόπουλος
















Στέφανος Παπαδόπουλος

Η ΜΕΛΑΝΘΙΑ ΚΑΘΑΡΙΖΕΙ ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ

Το κομμένο δάχτυλο στάζει αίμα μέσα σε μια γαβάθα
δίπλα στις φλούδες του κρεμμυδιού, της πορσελάνης
τα χείλη άστραφταν φωτεινά όπως η τυφλότητα
σε ασβεστοπλυμένους, απ’ τον ήλιο ταλαιπωρημένους δρόμους.
Της πέφτει το μαχαίρι, το αίμα κυλάει
στα ραγίσματα, τα βάφει κόκκινα
η γαβάθα την κοιτάει
σαν ένας χλωμός, άυπνος του ματιού βολβός,
που ξεχειλίζει από αλκοόλ, πονεμένος, βασανισμένος
από όνειρα που όλο ξανάρχονται. Η μουσική σταματάει
αλλά το μοιρολόι που παιζόταν σε κούφια οστά
εξακολουθεί μουρμουριστό και το τοπίο στο παράθυρο
είναι τυλιγμένο με του φωτογράφου την κουκούλα
μαύρο βελούδο, αναλαμπές από νάτριο, ο νους τιμωρός.

~

Ο ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ

Τους στέλναμε ένα πλεούμενο και το αναποδογύριζαν
χέρια και πόδια άφριζαν στο λιμάνι σαν σε κατσαρόλα.
Οι γυναίκες βούλιαζαν εύκολα, τα ρούχα τους
μούσκευαν και τις τραβούσαν στο βυθό,
πιο βαθιά κι απ’ τις άγκυρες και τις σημαδούρες.
Σταύρωσαν τα χέρια κι ανάπνεαν στον πάτο της θάλασσας
τα μωρά τους έπεφταν σαν πέταλα λουλουδιών, όχι,
σαν μια χούφτα ψίχουλα πεταμένα στο νερό.
Εκατοντάδες ήσαν, άκουγα τους παφλασμούς,
οι άντρες πάλευαν ν’ ανέβουν στις βάρκες
λαχταρούσαν τη ζωή, αλλά οι γυναίκες ήσαν πιο σοφές
έβλεπαν ένα τείχος από φλόγες στην αχτή,
τους στρατιώτες με τις ξιφολόγχες και την τρέλα στα μάτια,
και βούλιαζαν με τις φούστες απλωμένες σαν παραγάδια.

~

ΟΙ ΚΑΜΠΙΕΣ

Στις κορφές των δέντρων στους λόφους κοντά στη Σαμψούντα
οι πρώτες κίτρινες μέρες της άνοιξης ανατέλλουν
με τα κουκούλια τους που μοιάζουν με σκόρπια χάρτινα φανάρια
χλωμές τσέπες γιομάτες αυγά πρησμένα ώσπου
οι κάμπιες να τινάξουν τα τυφλά κεφάλια τους μπροστά
και μύτη με ουρά στη σειρά ν' αρχίσουν αργά να κατεβαίνουν
σε σύννεφα κίτρινης γύρης.
Κανείς δεν ξέρει γιατί θέλουν να προχωρούν
δεμένες έτσι και να διασχίζουν τους μακρινούς αυτούς αγρούς,
τόξα μεγάλα μες στου καλοκαιριού τη σκόνη, σκλάβες
μιας εποχής χωρίς τέλος· έρχονται πάλι,
τα σωθικά τους κηλιδώνουν τη γη με χολή
όταν την αλυσίδα τους τη σπάει μια μπότα
και οι υπόλοιπες συνεχίζουν να σέρνονται χωρίς προορισμό.

μτφρ. από το αγγλικό πρωτότυπο: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

*

Στέφανος Παπαδόπουλος. Γεννήθηκε στη Βόρεια Καρολίνα και μεγάλωσε στο Παρίσι και στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Lost Days, Hôtel-Dieu, The Black Sea, και είναι ο επιμελητής και μεταφραστής (μαζί με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ) της συλλογής Ποιήματα του Ντέρεκ Ουόλκοτ στα ελληνικά. Το 2010 βραβευτηκε με την υποτροφíα Civitella Ranieri για τη Μαύρη Θάλασσα και το 2014 τιμήθηκε με το βραβείο Jeannette Haien Ballard, για το οποίο επιλέχθηκε από τον Μαρκ Στραντ.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Το μέχρι σήμερα ποιητικό της έργο βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο Ποίηση 1963 - 2011. Έχει επίσης μεταφράσει πολλά ποιητικά έργα, ενώ δικά της ποιήματα έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και συμπεριληφθεί σε παγκόσμιες ανθολογίες. Το 1984, τής απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. το 2000, το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. και το 2015, το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, για το σύνολο του έργου της.
 


Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

ιούλιος-αύγουστος 2015 _ ισμήνη καρυωτάκη



















Ισμήνη Καρυωτάκη

[πήρα μάτι τη θάλασσα...]

πήρα μάτι τη θάλασσα
απ' το παραθυράκι
της αγίας παρασκευής
προστάτιδας
των κλεμμένων ματιών
– αλλά απ' ότι άκουσα
και των φιλιών

κλεμμένων οπωσδήποτε
κι αυτών

~


[τα γέλια στο δωμάτιο...]

τα γέλια
στο δωμάτιο
κοπήκανε
μαχαίρι

πρόλαβα
και τα μάζεψα
πήδηξα το φραχτη

απ' το παράθυρο
είδα
τον κεράστη
να γλιστράει

ήσυχα-ήσυχα
από το βάθος
της μαξιλαροθήκης

~


[δυο βαλίτσες ταξιδεύουν...]

δύο βαλίτσες ταξιδεύουν
ασυνόδευτες
σε βαγόνι πρώτης θέσης

''εύθραυστον''
γράφει
η ετικέτα
και πιο κάτω
''σταθμός παραλαβής: κήποι του χενεραλίφε''

υποθέτω πως
μεταφέρουν
την εσπερινή λειτουργία του κλάουντιο μοντεβέρντι
τυλιγμένη
στην εσάρπα της λουτσίας ντι λάμερμουρ

στην αποβάθρα
πάντως
δεν φάνηκε
κανείς
να τις αναζητήσει

ούτε
και
μένα
άλλωστε

~


[μην κάνεις καν' αστείο...]

μην κάνεις
καν' αστείο
και κρύψεις
το φεγγάρι
κάτω
απ' το μαξιλάρι σου
απόψε

ασ' το
τουλάχιστον
για λίγο
να σελαγίζει
στην ταράτσα

το περιμένω
πώς και πώς

~


[στη δαφνομήλη]

στη δαφνομήλη
ήταν που
το είδα
το όνειρο
στο πεζοδρόμιο
δίπλα μου
και μάλιστα
ξεσκούφωτο
άυπνο
με τα μαλλιά
λυμένα στον αέρα

φούντωσα
παντζάρι έγινα

πλάκα μου κανει
είπα μέσα μου
και
το 'βαλα στα πόδια

γωνία
σίνα με σκουφά
έχει καθρέφτη
στην κολώνα
– κοίταξα
είδα πως μ' είχε πάρει στο κατόπι
είδα
κι εμένα
άνιφτη
άυπνη
με τα μαλλιά
λυμένα στον αέρα

~

[αν τύχει και θυμηθείς...]

αν τύχει
και θυμηθείς
το χρώμα
των κερασιών
τον ιούνη
άνοιξε το παράθυρο
και
φώναξέ το

θα σε ακούσω

μένω
ακριβώς
απέναντι
στο κτήμα
με τις βερυκοκιές

έχεις δει
ποτέ σου βερύκοκα;

~

[είχα σταματήσει...]

είχα
σταματήσει
να τραγουδάω
και ξανάρχισα

σήμερα
το πρωί
ο τοίχος
της καινούργιας
οικοδομής
έφτασε
στο ύψος
του παραθύρου μου

το πουλί
ξεκίνησε
πρώτο
στο κενό

εκεί
όπου
πρωτύτερα
ήταν
το δέντρο

έπιασε
τον ίδιο σκοπό
όπως
πριν
και με παρέσυρε

*


Ισμήνη Καρυωτάκη. Αρχιτέκτονας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γιάννενα. Τα βασικότερα: μαθήτευσε στα καφενεία (“Όασις”, Πλατεία, Γιάννενα) ήδη από τα πέντε της, στα δέκα της πρωτοκολύμπησε σε παγωμένο ποτάμι (Βοϊδομάτης), και στα είκοσι τρία της ταξίδεψε παράνομα στα ξένα. Ο γιος της είναι σχοινοβάτης. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία.