Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

μάρτιος 2016 _ μαίρη γιόση: σαπφώ / κήποι














Μαίρη Γιόση                              
Τοπία της μνήμης και της φαντασίας στη Σαπφώ ή Κήποι*

μνήμη Μαρίας Κυρτζάκη

Στη Σαπφώ η ποιητική τοπογραφία αρθρώνει εκφράσεις πλήρεις αισθήσεων, όπου εικόνες, οσμές και χειρονομίες επιστρατεύονται ως μαγικές επικλήσεις για να αναδυθούν τοπία-βιώματα και να αποκρυσταλλωθούν ως τοπία-τόποι.
Στο σύντομο σχόλιό μου συναντιούνται τρεις σαπφικοί κήποι και το αποτύπωμά τους στη μεταγενέστερη παράδοση, με αντίστιξη τρεις κήπους του Καρυωτάκη.
1) Στο απ. 94 V. (σε απόδοση Δήμητρας Χριστοδούλου[1]) η Σαπφώ λέει στη φίλη της που βιώνει τον αποχωρισμό τους με οδύνη:
Πήγαινε στο καλό… Να με θυμάσαι.
Ξέρεις πόσο σε έχω αγαπήσει.
Κι αν το λησμόνησες, ας στο θυμίσω πάλι,
Τι όμορφες στιγμές έχουμε ζήσει,
Πόσα στεφάνια με τριαντάφυλλα και ία
Πλάι μου καθισμένη δεν φορούσες,
Τι περιδέραια λουλουδιών καλοπλεγμένα
Δεν κρέμασες στον απαλό λαιμό σου,
Τι κούπες άρωμα βασιλικό και βρένθειο
Δεν άλειψες στα όμορφα μαλλιά σου
Κι ύστερα σε αφράτο στρώμα ξαπλωμένη
Στο πλάι μου πώς έσβηνες τον πόθο…

2) Στο απ. 96 V.(σε απόδοση Π. Λεκατσά[2]), η Αριγνώτα, στις Σάρδεις πια, λαμπρή
 … μέσα στις γυναίκες
τις Λύδιες ξεχωρίζει, ως όταν πέση
ο ήλιος, ροδοστέφανη η Σελήνη,

από τ’ αστέρια υπέρτερη όλα, χύνει
το φώς της στ΄αρμυρά πελάγη επάνω
και στην πολύανθη γη˙ κι αργοσταλάζει

όμορφα γύρω η δρόσος κι αναθάλλουν
τα ρόδα, οι άνηθ’ οι απαλοί κι’ ο ανθοντυμένος
μελίλωτος.


Κήπος της μνήμης για όσα μοιράστηκε με τη γλυκιά Ατθίδα, την οποία αναπολεί καλώντας την πάνω απ’τα κύματα. Για τον Winkler (2004) 112[3]: «Ο κήπος αυτός αποτελεί έναν εκλεπτυσμένο κώδικα ερωτικής απόλαυσης…μια συσσώρευση τοπογραφικών και αισθησιακών λεπτομερειών…». Για τον E. Robbins (2004) 338-9[4] όμως: «Ο κήπος του απ. 96 είναι αναμφισβήτητα φανταστικός … μια επιφάνεια της θεάς στην καρδιά του ποιήματος».

3) Στο απ. 2 V. (πάλι σε απόδοση της Δ. Χριστοδούλου[5]) η επίκληση για Επιφάνεια της θεάς είναι άμεση. Η Κύπρις καλείται να έρθει
… σε τούτο τον αγνό ναό μες στο δασάκι
το γελαστό και με μηλιές γεμάτο,
όπου ευωδιάζουν οι βωμοί απ΄  το λιβάνι
και κελαηδούν κρύα νερά μέσα απ΄ τα κλώνια,
ίσκιο παχύ απλώνουνε τα ρόδα,
αναρριγούν οι φυλλωσιές γλυκιά υπνηλία
και βόσκουν τ΄ άλογα στ΄ ολάνθιστο λιβάδι,
ενώ φυσά γλυκά ανάλαφρη αύρα…

«Σαν να επρόκειτο», όπως γράφει ο J. Svenbro (2004) 311[6], «το υπαρκτό τοπίο να γίνει περισσότερο θελκτικό με το να μετατρέπεται σε έργο τέχνης, δηλαδή σε όνειρο» – «σαν να μεταμορφώνεται σε πίνακα».

Ερωτικό και τελετουργικό στοιχείο έρχονται να συνδεθούν άρρηκτα και στα τρία αυτά αποσπάσματα, όπως στη μυστική ένωση που εκπροσωπεί ο κήπος στο ποίημα του Τζελαλαντίν Ρούμι (13ος αι.):
            Έλα την άνοιξη στον κήπο.
Υπάρχει φως, κρασί,
και εραστές μες στα άνθη της ροδιάς.
                […]
                Αν οι ανάσες μας δεν σμίξουν
                κήπος δεν γίνεται να υπάρξει.
                                                            (απόδοση: Μ. Γιόση)

ενώ στο ποίημα του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού[7] ο κήπος-τόπος επαναλαμβάνει τα χαρακτηριστικά τού ειδυλλιακού (και λογοτεχνικού) τόπου (locus amoenus) που είχε ήδη καταγραφεί στη Μυθιστορία του Αισώπου (G, κεφ. 6-7) και στον Πλατωνικό Φαίδρο (230 b-c) :
… Ψιθύριζαν οι αύρες μαζί με το τραγούδι των πουλιών
νάρκη γλυκιά σταλάζοντας από την άκρη των κλαδιών
μες στην ψυχή μου, αν και βαριά την τυραννούσε θλίψη.
                                                                                   
Όχι μακριά από τη μελαγχολική περισυλλογή του Γρηγόριου Ναζιανζηνού και πολύ κοντά στην ερωτική θλίψη που δηλώνουν τα πρόσωπα των σαπφικών αποσπασμάτων (όχι ο βασικός ομιλητής), βρίσκονται οι κήποι του Κώστα Καρυωτάκη.
Από το ποίημα «Άνοιξη» του 1918 με μότο «Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους» που κλείνει με τη φράση «Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας»[8], περνώ στο άτιτλο ποίημα του 1923, όπου ο ποιητής ταυτίζεται με τον κήπο:
Ο κήπος είμαι που άλλοτε με τ΄άνθη του ευωδούσε
Κι εγέμισε με χαρωπό τιτύβισμα πουλιών,
Που με κρυφομιλήματα και ψίθυρο φιλιών,
Τη νύχτα, στη σκιάδα του, η αγάπη επερπατούσε.
Και στέκομαι σε ένα από τα τελευταία του κείμενα:
«Όταν ήρθες…»
Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπον όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.
[από τα Τελευταία Κείμενα, Άπαντα, τ. Β΄, επιμ. Γ. Π. Σαββίδη, Αθήνα 1966, σ. 86]

Γυρίζοντας, για να κλείσω το σχόλιο τούτο, στη Σαπφώ, μνημονεύω έναν ακόμα τόπο της μνήμης χωρίς όμως μνήμη: τις χώρες του Άδη όπου -όπως αναφέρει η ποιήτρια στο απ. 55 V.[9]– θα πλανιέται «άσημη ανάμεσα στους σκοτεινούς αποθαμένους» εκείνη που «η χάρη δεν της δόθηκε ρόδα της Πιερίας να κόψει».
Για τη Σαπφώ, αντίθετα, ακόμα και ο ίμερος του θανάτου έχει τον ανθισμένο κήπο του [απ. 97 Vκατθάνην δ΄ ἴμερός τις ἔχει  με καὶ/ λωτίνοις δροσόεντας [ὄχ[θ]οις ἴδην Ἀχέροντος …][10]  γιατί , όπως γράφει η ίδια (απ. 59 D.), μνάσασθαί τινά φαμι…ἀμμέων (“κάποιος θα μας θυμηθεί κι εμάς, το ξέρω”).


~


*Το σύντομο αυτό κείμενο παρουσιάστηκε στις 30 Μαρτίου 2012 στο Μουσείο της Ακρόπολης, στην Εκδήλωση για τη Σαπφώ που συνδιοργανώθηκε από το Μουσείο της Ακρόπολης και την Εταιρεία Συγγραφέων.


Μαίρη Γιόση. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο (Καναδάς). Είναι αναπληρώτρια  καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και, πέρα από το επιστημονικό και μεταφραστικό της έργο, έχει δημοσιεύσει πέντε ποιητικά βιβλία (τα δύο πρώτα με το όνομα Μαίρη Κάσου): Πασιφάη (1981), Τοπίο κατάβασης (1985), Ειδική διαδρομή (1990), Οι Γάμοι (1993) και Χαμηλός Ουρανός (2006).





[1]
                        [1] Περ. Ποιητική 1 (2008), 93-94.
[2]               Αθήνα, Πάπυρος, 1938.
[3]
                 «Διπλή συνείδηση στην ποίηση της Σαπφούς», μτφρ. Π. Φαναράς, στο Μ. Γιόση-Δ. Κιούση-Α. Τάτση (επιμ.), Θέλξις. Δεκαπέντε μελετήματα για τη Σαπφώ, Αθήνα, Σμίλη, 74-120
[4]               «Η Σαπφώ, η Αφροδίτη και οι Μούσες», μτφρ. Μ. Ι. Γιόση, στον τόμο Θέλξις, ό.π., 319-353
[5]               Περ. Ποιητική 1 (2008), 97
[6]               «Τζιτζίκια», μτφρ. Π. Σκαρσουλή, στον τόμο Θέλξις, ό.π., 305-318
[7]               Περὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως (Patrologia Graeca  XXXVII, στήλη 755 κ.ε. Migne), μτφρ. Μ. Γιόση.
[8]           Κ. Καρυωτάκης, «Άνοιξη» [1918;]
                                                  Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους
                Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
                Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της
                Στου βάλτου το θολό νερό. Κι η θύμηση της νιότης
                Παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία…

                Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
                Όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
                Το κυπαρίσσι, ατέλειωτο σα βάσανο, προς τ΄άστρα
                Σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.

                Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
                Οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
                Οι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τους
                Τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.
                                [«Ο Πόνος των Πραγμάτων», Άπαντα, τ. Α΄, επιμ. Γ. Π. Σαββίδη, Αθήνα 1965, σ. 23]
[9]           Σαπφώ απ. 55 V.  (απόδοση Οδυσσέα Ελύτη)
                Και θα΄ρθει μέρα που θα κείτεσαι νεκρή
                χωρίς ποτέ στα χρόνια που θ΄ακολουθήσουν
                σε κανενός τη μνήμη να ξανάρχεσαι˙  βλέπεις
                εσένα η χάρη δεν σου δόθηκε ποτέ ρόδα
                της Πιερίας να κόψεις˙ άσημη πάντα μες στις χώρες του ΄Αδη
                και στους σκοτεινούς αποθαμένους θα πλανιέσαι.

[10]             «Μα κάποιος πόθος να πεθάνω με κρατεί/ και στις λωτόσπαρτες τις δροσερές/ όχθες του Αχέροντα η ψυχή μου να διαβή» (Π. Λεκατσάς, ό.π. σημ. 2).